- προνοιάζω
- Μ(στο Βυζάντιο)1. παραχωρώ σε κάποιον πρόνοια, τιμάριο («τὸν Μισέρ Ὄτον ντε Ντουρνᾱ ἐπρονοίασεν ὡσαύτως / νὰ ἔχῃ τὰ Καλάβρυτα», Χρον. Μoρ.)2. παθ. προνοιάζομαιορίζομαι προνοιάριος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόνοια «τιμάριο, φέουδο»].
Dictionary of Greek. 2013.